Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατὰ μῆκος

  • 1 κατα μήκος

    долж

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κατα μήκος

  • 2 κατα μήκος του.....

    al llarg del...

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > κατα μήκος του.....

  • 3 μῆκος

    μῆκος, [dialect] Dor. [full] μᾶκος Archyt.1: εος, τό:—
    A length, of a club, τόσσον ἔην μῆκος, τόσσον πάχος so large was it in length, so large in thickness, Od. 9.324;

    φιλότης ἴση μ. τε πλάτος τε Emp.17.20

    , cf. Hdt.1.181, etc.;

    ἐς μῆκος Id.2.155

    ;

    εἰς τὸ μῆκος LXX Ge.12.6

    ;

    ἐν μήκει καὶ πλάτει καὶ βάθει Pl.Sph. 235d

    , cf. Gorg.3, Arist.Ph. 209a5; ἐπὶ μῆκος lengthwise,

    ἐπὶ μ. ἔκτασις Id.HA 504a15

    , al.;

    κατὰ μῆκος Id.Mete. 387a2

    ;

    μ. ὁδοῦ A.Fr. 378

    , Hdt.1.72, etc.;

    πλοῦ Th.6.34

    ; μᾶκος ἔδικε threw a long distance, Pi.O.10(11).72: pl.,

    μήκη καὶ βάθη καὶ πλάτη Pl.Plt. 284e

    , cf. Iamb.Comm.Math.26; τὰ μεγάλα μ. great lengths, Pl.Prt. 356d.
    b height, of a wall, Ar.Av. 1130; of persons, stature, Od.20.71; μῆκος in height, 11.312;

    εἰς μ. αὐξάνεσθαι X.Lac.2.6

    .
    c generally, μήκει in linear measurement, Pl.Tht. 147d, cf. 148a; linearity, one-dimensional magnitude, opp. ἐπίπεδον, βάθος, Id.Lg. 817e: in Arith., in the first power, Theol.Ar.3,4.
    2 of Time,

    μ. χρόνου A.Pr. 1020

    ;

    ἐν μ. χρόνου S.Tr.69

    ;

    ἐν χρόνου τινὸς μήκεσιν ἀπλέτοις Pl.Lg. 683a

    ; μ. λόγου, μ. τῶν λόγων, a long speech, A.Eu. 201, S.OC 1139;

    ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Th.4.62

    ; μῆκος at length,

    εἰπέ μοι μὴ μ., ἀλλὰ σύντομα S. Ant. 446

    .
    3 of Size or Degree, greatness, magnitude,

    ὄλβου Emp. 119

    ; μῆκος in greatness,

    ἔοικεν ἄλλῃ μ. οὐδὲν ἡδονῇ S.Ant. 393

    .
    4 longitude, Str.1.4.5, Cleom.2.1, Ptol.Alm.2.12, Vett.Val.260.5, etc.
    5 in Prosody, length, opp. βραχύτης, Arist.Po. 1456b32, D.H.Comp.15: pl.,

    μήκη καὶ βραχύτητας προσῆπτε Pl.R. 400b

    .
    6 first line of phalanx, Ascl.Tact.2.5. (From same Root as μακρός. Hence μήκιστος, [comp] Sup. of μακρός.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μῆκος

  • 4 κατά

    (κατ;
    καθ') прав. I με γεν., αιτιατ. 1) (при обознач, направления) к; по;

    (γεν.) κατά ηλιού — к солнцу;

    (αι — тшт.) κατά τον ρούν πόταμου — по течению реки;

    κατ' ευθείαν прямо;

    πάω κατά την θάλασσα — идти к морю;

    κατά τη δύση — на запад;

    γυρισμένος κατά τον τοίχο — повёрнутый к стене;

    μου το είπε κατά πρόσωπο — он мне сказал это в лицо;

    τα παράθυρα μου βλέπουν κατά το βουνό — мои окна выходят на гору;

    κατά πού; — куда?;

    κατά πού πας; — куда идёшь?;

    κατά πού έκαμε; — куда он направился?;

    κατά πού πάει ο δρόμος; — куда ведёт дорога?;

    κατά κεί — туда;

    κατά δω — сюда!;

    2) (при обознач, места) на;

    (γεν.) κοιμάται κατά γης — он спит на полу, на земле;

    κατά ξηρά και θάλασσα — на суше и на море;

    καθ' όλην την Ελλάδα по всей Греции;
    3) возле, около;

    κάθομαι εκεί κατά τον σταθμό — я живу там около вокзала;

    II με γεν. против;
    ομιλώ κατά κάποιου выступать против кого-л.;

    είμαι κατά τού πολέμου — быть против войны;

    υπέρ και κατά за и против;
    III με αιηατ. 1) (при обознач, времени):

    κατά τον Παγκόσμιο πόλεμο — во время мировой войны;

    κατά τη συμπλοκή — во время схватки;

    κατά την απουσία μου — в моё отсутствие;

    κατά τό βραδάκι — вечерком, к вечеру;

    κατά го τέλος τού Φλεβάρη — к концу февраля;

    κατά τό μεσημέρι — к полудню;

    κατά τα μεσάνυχτα — к полуночи;

    κατά τίς δέκα — к десяти часам;

    κατ' αυτάς в эти дни; на днях;
    2) в соответствии с, согласно, по;

    κατά τη γνώμη μου — по моему мнению;

    κατά συνθήκην — по договорённости, по (обойдному) согласию;

    κατ' εμέ а) по моему мнению; б) по-моему; по мне (разг);

    κατά τα συνηθισμένα του — по своему обыкновению;

    κατά τον νόμο — по закону;

    κατά τό γράμμα και το πνεύμα τού νόμου — согласно букве и духу закона;

    κατά γενικήν απαίτησιν — по общему требованию;

    κατά βούληση — по желанию;

    κατά τίς περιστάσεις — смотря по обстоятельствам;

    κατ' αναλογία в соответствии...;

    κατά κανόνα — как правило;

    κατά ποιόν και κατά ποσόν — по качеству и по количеству;

    κατά τό μήκος — по длине;

    κατά τό πλάτος — по ширине;

    κατά τό ύψος — по высоте;

    κατά τα ειωθότα — как обычно;

    κατ' εκλογήν по выбору, на выбор;
    κατ' αρχαιότητα по старшинству; 3) (с сущ. без артикля в наречных оборотах для обознач, образа действия или причины):

    κατά μήκος — вдоль;

    κατά πλάτος — поперёк;

    κατά λάθος — по ошибке, ошибочно;

    κατά τύχην — случайно;

    κατά σύμπτωση — случайно, по совпадению;

    κατ' ανάγκη по необходимости;

    κατά μέρος — в сторону;

    παίρνω κάποιον κατά μέρος — отводить кого-л. в сторону;

    άφησε τα αυτά κατά μέρος — оставь это;

    4) (при обознач, разницы):

    ήμουνα κατά δεκαπέντε χρόνια νεώτερος του — я был на. пятнадцать лет моложе его;

    5) (при обознач, сходства, подобия):
    κατ' εικόνα και ομοίωση по образу и подобию своему; 6) (при обознач, частичности, разделения, распределения):

    κατά τεμάχια — по кускам;

    κατά μέρη — по частям;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατά

  • 5 μήκος

    τό
    1) длина, протяжённость;

    κατά μήκος — вдоль;

    2) продолжительность, длительность;
    3) перен. пространность (речи и т. п.); 4) геогр. долгота;

    § κατά μήκος και κατά πλάτος — а) в длину и ширину; — б) вдоль и поперёк; — всесторонне, детально

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μήκος

  • 6 μηκος

         μῆκος
        дор. μᾶχος - εος τό
        1) длина, протяжение
        

    (ὁδοῦ Her.; πλοῦ Thuc.)

        ἐν μήκει Plat.в длину или в линейном измерении;
        ἐπὴ или κατὰ μ. Arst. — в длину, вдоль;
        τὸ μ. или (ἐς) μ. Her. — по длине, в длину

        2) долгота, продолжительность
        

    (χρόνου Aesch.)

        μ. λόγου Aesch. и τῶν λόγων Soph. — долгая речь;
        ἐν μήκει λόγων διελθεῖν Thuc. — долго рассказывать;
        εἶπέ μοι, μέ μ., ἀλλὰ σύντομα Soph. — скажи мне, не распространяясь, а сжато

        3) досл. размеры, величина, перен. глубина (sc. τῆς χαρᾶς Soph.)

    Древнегреческо-русский словарь > μηκος

  • 7 boyunca

    κατά μήκος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > boyunca

  • 8 вдоль

    вдоль
    нареч и предлог с род. п. κατά μήκος:
    \вдоль берега а) (реки) κατά μήκος τής ὀχθης, б) (моря) κατά μήκος τής παραλίας· ◊ \вдоль и поперек κατά μήκος καί κατά πλάτος, προς ὀλες τίς κατευθύνσεις.

    Русско-новогреческий словарь > вдоль

  • 9 вдоль

    вдоль κατά μήκος' \вдоль берега моря (реки ) κατά μήκος της παραλίας (της όχθης)
    * * *

    вдоль бе́рега мо́ря (реки́) — κατά μήκος της παραλίας (της όχθης)

    Русско-греческий словарь > вдоль

  • 10 вдоль

    επίρ.
    κατά μήκος•

    вдоль берега κατά μήκος της ακτής ή της όχθης.

    εκφρ.
    вдоль и поперек – κατά μήκος και κατά πλάτος (προς όλες τις κατευθύνσεις) μτφ. καλά, λεπτομερώς.

    Большой русско-греческий словарь > вдоль

  • 11 продольный

    επ.
    επιμήκης, κατά μήκος, κατά μάκρος•

    чертж -го разреза машины σχέδιο κατά μήκος τομής της μηχανής•

    -ая распиловка брвен κατά μήκος πριόνιση των κορμών δέντρων.

    Большой русско-греческий словарь > продольный

  • 12 πλάτος

    πλάτος (A) [], εος, τό, ([etym.] πλατύς)
    A breadth, width,

    σώματος Simon.188

    , etc.: abs., τὸ π. or π., in breadth. Hdt.1.193, 4.195, X.Oec.19.3;

    ἴση μῆκός τε π. τε Emp.17.20

    .
    b Math., breadth, i.e. the second dimension,

    ἐν μήκει καὶ π. καὶ βάθει Pl.Sph. 235d

    , cf. Arist.Ph. 209a5; κατὰ π., opp. κατὰ μῆκος, κατὰ βάθος, Id.Cael. 299b26, Mete. 341b34.
    2 plane surface, Pl.Plt. 284e, Lg. 819e;

    μεγέθους τὸ ἐπὶ δύο [συνεχὲς] π. Arist.Metaph. 1020a12

    .
    3 latitude, whether terrestrial or celestial, Str.1.4.2, Cleom.1.4, 2.4, Ptol.Alm.2.12, Vett.Val.30.12.
    4 metaph., plane,

    ἐν τῷ ψυχικῷ π. Procl.Inst. 201

    .
    5 plane of flat fish, Arist.HA 489b33; flat of the tail, ib. 549b1; flat part of the body of the fishing-frog, Id.PA 695b15.
    6 extension, breadth of a subject, Gal.1.316;

    οὐκ ὀλίγον τὸ π. Id.11.738

    .
    7 = πλάτας, Judeich Altertümervon Hierapolis No.322, al.
    II metaph., range of variation, latitude,

    π. ἔχειν Plot.6.3.20

    ;

    ἡ ὑγίεια π. ἔχει Gal.6.12

    , cf.11.737.
    III with Preps., ἐν πλάτει in a loose sense, broadly, Posidon. ap.Stob.1.8.42, Str.2.1.39, D.H.Comp.21, EM673.24; opp. κατ' ἀκρίβειαν, S.E.M.10.108;

    ὡς ἐν π. Sor.1.24

    (but περὶ ὧν ἐν τῷ π. λέγομεν which we will discuss in detail, D.L.7.76); also ἐπὶ πλάτει Ἑλληνίζειν talk loose Greek, Phld.Po.2.9; κατὰ πλάτος λέγεσθαι to be said loosely, Chrysipp.Stoic.2.164, cf. Sor.1.6, 21.
    IV = πλατύτης 3, Demetr. Eloc. 177.
    V π. καρδίας, of Solomon, width of knowledge, LXX 3 Ki.2.35a.
    VI ἀργυρίου πλάτη, = δραχμαί, IG9(1).189.15 (Tithora, ii A.D.).
    ------------------------------------
    πλάτος (B) [pron. full] [ᾰ], ,
    A = πλάτας, IGRom.4.866 (Laodicea ad Lycum).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλάτος

  • 13 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 14 по

    по
    предлог Α. с дат. п.
    1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):
    книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·
    2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:
    гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·
    3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:
    он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'
    4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·
    5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:
    по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·
    6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:
    по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·
    7. (при указании родства, близости):
    родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν
    8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:
    по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·
    9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):
    по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:
    по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:
    по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει.

    Русско-новогреческий словарь > по

  • 15 вдоль

    1. (в длину) κατά μήκος 2. мор. (лагом) κατά μήκος του πλοίου
    πλευρικά, στα πλευρά του πλοίου

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вдоль

  • 16 интеграл

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > интеграл

  • 17 продольный

    продольный
    прил ὁ κατά μήκος, στό μάκρος, ἐπιμήκης:
    \продольный разрез ἡ τομή κατά μήκος.

    Русско-новогреческий словарь > продольный

  • 18 поперек

    поперек
    нареч ἐγκάρσια, ἐγκαρσίως, κατά πλάτος, στό φάρδος· ◊ вдоль и \поперек κατά μήκος καί κατά πλάτος· знать что́-л. вдоль и \поперек ξέρω κάτι ἀπ' ἔξω κι ἀνακατωτά· стоять у кого́-л. \поперек дороги εἶμαι ἐμπόδιο στον δρόμο κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > поперек

  • 19 профиль

    α.
    1. το προφίλ, πλάγια όψη•

    красивый профиль лица ωραίο προφίλ του προσώπου•

    смо-трть в профиль κοιτάζω προφίλ, πλευρικά, πλάγια.

    2. (κατά)τομή•

    продольный профиль τομή κατά μήκος•

    профиль поперечный τομή κατά πλάτος ή διατομή•

    профиль машины κατατομή ή εγκάρσια. τομή της μηχανής.

    3. ειδικότητα, ειδική κατάρτιση•

    профиль инженера-металлурга ειδική κατάρτιση του μηχανικού-μεταλλουργού.

    Большой русско-греческий словарь > профиль

  • 20 либрация

    астр. η λίκνιση
    η ταλάντωση· оптическая - οπτική -

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > либрация

См. также в других словарях:

  • μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… …   Dictionary of Greek

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… …   Dictionary of Greek

  • ακτοπλοΐα — Κατά λέξη, ο πλους κοντά στις ακτές. Ειδικότερα, η συγκοινωνία μεταξύ των λιμανιών μιας χώρας αλλά και η σχετική ναυτιλία (βλ. λ. ναυσιπλοΐα). * * * η Ναυτ. 1. η ναυσιπλοΐα κοντά στην ακτή. Η τέχνη τής πλεύσης με τη βοήθεια χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»